φωναγωγός

φωναγωγός
ο
(ναυτ.), μετάλλινος ή ελαστικός σωλήνας για τη μετάδοση των διαταγών του κυβερνήτη στα διάφορα διαμερίσματα του πλοίου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φωναγωγός — ο, Ν ναυτ. μεταλλικός σωλήνας, εφοδιασμένος με πωματισμένο επιστόμιο και σφυρίχτρα κλήσεως, που χρησίμευε παλαιότερα για την προφορική επικοινωνία μεταξύ τής γέφυρας και τών διαφόρων διαμερισμάτων τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”